Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρεκλολαγνεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καρεκλολαγνεί
α
οι
καρεκλολαγνεί
ες
γενική
της
καρεκλολαγνεί
ας
των
καρεκλολαγνει
ών
αιτιατική
την
καρεκλολαγνεί
α
τις
καρεκλολαγνεί
ες
κλητική
καρεκλολαγνεί
α
καρεκλολαγνεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρεκλολαγνεία
<
καρέκλ(α)
+
-ο-
+
-λαγνεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρεκλολαγνεία
θηλυκό
πάθος για διατήρηση της
εξουσίας
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξουσιομανία
καρεκλοκενταυρισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρεκλολαγνεία