καρεκλοκενταυρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρεκλοκενταυρισμός < καρεκλοκένταυρος + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρεκλοκενταυρισμός αρσενικό
- πάθος για διατήρηση της εξουσίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρεκλοκενταυρισμός
|