Δείτε επίσης: Καρατζάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρατζάς οι καρατζάδες
      γενική του καρατζά των καρατζάδων
    αιτιατική τον καρατζά τους καρατζάδες
     κλητική καρατζά καρατζάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Καρατζάς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρατζάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική karaca +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈd͡zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐τζάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρατζάς αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) είδος αγριοκάτσικου μαύρου χρώματος[1]
  2. (πτηνό) είδος γλαρονιού
    επιστημονική ονομασία: Hydroprogne caspia

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .