καρακαμπίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρακαμπίλα | οι | καρακαμπίλες |
γενική | της | καρακαμπίλας | — | |
αιτιατική | την | καρακαμπίλα | τις | καρακαμπίλες |
κλητική | καρακαμπίλα | καρακαμπίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρακαμπίλα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) η απεραντοσύνη του κάμπου
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, κατ’ επέκταση) η υπερβολική καλοκαιρινή ζέστη στον κάμπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρακαμπίλα
|