καράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καράς | οι | καράδες |
γενική | του | καρά | των | καράδων |
αιτιατική | τον | καρά | τους | καράδες |
κλητική | καρά | καράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara + -ς
Ουσιαστικό επεξεργασία
καράς αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καράς
|