καράρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καράρι | τα | καράρια |
γενική | του | καραριού | των | καραριών |
αιτιατική | το | καράρι | τα | καράρια |
κλητική | καράρι | καράρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καράρι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καράρι
|