Εβραιοϊσπανικά (lad) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
karar karares

  Ετυμολογία επεξεργασία

karar < (άμεσο δάνειο) τουρκική karar (απόφαση)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɑˈɾɑɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ka‐rar

  Ουσιαστικό επεξεργασία

karar αρσενικό

  1. η απόφαση
    el karar de la korte - η απόφαση δίκης
  2. ποσό
    ke karar de moneda? - πόσα χρήματα;

Παράγωγα επεξεργασία



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɑˈɾɑɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ka‐rar

  Ουσιαστικό επεξεργασία

karar (tr)

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία