Ετυμολογία

επεξεργασία
karar vermek < karar (απόφαση) + vermek (δίνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑˈɾɑɾ veɾˈmɛc/

karar vermek (tr)

  • αποφασίζω
    ⮡  Buradan taşınmaya karar verdim.Αποφάσισα να μετακομίσω από εδώ.