Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vermek < παλαιά τουρκική -𐰋𐰃𐰼 (bér-) < πρωτοτουρκική *bēr- (δίνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veɾˈmɛc/

  Ρήμα επεξεργασία

vermek (tr)

  1. δίνω
    bana biraz para verdi. — μου έδωσε κάποια χρήματα.
  2. (αργκό) συναινώ σε σεξουαλική επαφή, πηδιέμαι, «κάθομαι» να με πηδήξουν (συνήθως για γυναίκες ή παθητικούς ομοφυλόφιλους)
    dün gece bana geldi ama vermeden gitti. — χθές βράδυ ήρθε στο σπίτι μου, αλλά τελικά έφυγε χωρίς να μου κάτσει.
  3. (αργκό) συμμετέχω σε σεξουαλική επαφή με παθητικό ρόλο
    Niko'ya götünü vermiş! — (Οι φήμες λένε πως) έδωσε τον κώλο του στον Νίκο!

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία