Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπάρος οι καπάροι
      γενική του καπάρου των καπάρων
    αιτιατική τον καπάρο τους καπάρους
     κλητική καπάρε καπάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπάρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική caparra (λέξη που θεωρήθηκε ως πληθυντικός) < capo e arra < λατινική caput + arra/arrha (<arrhabo < ελληνιστική κοινή ἀρραβών < εβραϊκή ערבון)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπάρος αρσενικό

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του καπάρο
    ※  Ο καπάρος καλύπτει τουλάχιστο το ένα δέκατο της αξίας που συμφωνήθηκε . * Αν ο αγοραστής γελάση τον πωλητή , χάνει τον καπάρο , κι ο πωλητής πουλάει αλλού το πράμα του . " Αν όμως το φταίξιμο είναι του πωλητή , γυρίζει διπλό τον καπάρο (Λαογραφία, τόμος 28, 1972, σελ. 87 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη καπάρο

  Πηγές επεξεργασία