καντσονέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καντσονέτα < ιταλική canzonetta < canzone + -etta < λατινική cantio < cano < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂n- (τραγουδώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καντσονέτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καντσονέτα