↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντέντσα οι καντέντσες
      γενική της καντέντσας των (καντεντσών)
    αιτιατική την καντέντσα τις καντέντσες
     κλητική καντέντσα καντέντσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καντέντσα < (λόγιο δάνειο) ιταλική cadenza (πτώση)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈden.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ντέν‐τσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καντέντσα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία