κανονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανονάκι | τα | κανονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κανονάκι | τα | κανονάκια |
κλητική | κανονάκι | κανονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανονάκι < υποκοριστικό του κανόνι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανονάκι ουδέτερο
- μικρό κανόνι
- (μουσικό όργανο) έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, σε σχήμα τραπεζίου, που παίζεται με τα δάχτυλα· μοιάζει με το σαντούρι, μόνο που εκείνο παίζεται με δύο λεπτές ράβδους
- επιπλέον "ζωή" στα ηλεκτρονικά παιχνίδια ("πήρα (το) κανονάκι") εμφανίστηκε ως αδόκιμος όρος στα ηλεκτρονικά με κερματοδέκτες, και στη συνέχεια "πέρασε" και στους η/υ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρό κανόνι
|
μουσικό όργανο
|