Ετυμολογία

επεξεργασία
κανδιδᾶτος < ελληνιστική κοινή κανδιδᾶτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανδιδᾶτος αρσενικό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανδιδᾶτος οἱ κανδιδᾶτοι
      γενική τοῦ κανδιδάτου τῶν κανδιδάτων
      δοτική τῷ κανδιδάτ τοῖς κανδιδάτοις
    αιτιατική τὸν κανδιδᾶτον τοὺς κανδιδάτους
     κλητική ! κανδιδᾶτε κανδιδᾶτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανδιδάτω
γεν-δοτ τοῖν  κανδιδάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανδιδᾶτος < λατινική candidatus < candidus (λευκός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανδιδᾶτος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)