κανδιδᾶτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανδιδᾶτος < ελληνιστική κοινή κανδιδᾶτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανδιδᾶτος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κανδιδᾶτος | οἱ | κανδιδᾶτοι |
γενική | τοῦ | κανδιδάτου | τῶν | κανδιδάτων |
δοτική | τῷ | κανδιδάτῳ | τοῖς | κανδιδάτοις |
αιτιατική | τὸν | κανδιδᾶτον | τοὺς | κανδιδάτους |
κλητική ὦ! | κανδιδᾶτε | κανδιδᾶτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανδιδάτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανδιδάτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανδιδᾶτος < λατινική candidatus < candidus (λευκός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανδιδᾶτος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .