Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμτσικιά οι καμτσικιές
      γενική της καμτσικιάς των καμτσικιών
    αιτιατική την καμτσικιά τις καμτσικιές
     κλητική καμτσικιά καμτσικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμτσικιά < καμτσίκ(ι) + -ιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.m.t͡siˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐τσι‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμτσικιά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία