καμινεύτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμινεύτρια < αρχαία ελληνική καμινεύτρια < καμινευτής + -τρια < καμινεύω < κάμινος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμινεύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καμινευτής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμινεύτρια
|