Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καμίνευμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καμίνευμα
τα
καμινεύμα
τ
α
γενική
του
καμινεύμα
τ
ος
των
καμινευμά
τ
ων
αιτιατική
το
καμίνευμα
τα
καμινεύμα
τ
α
κλητική
καμίνευμα
καμινεύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καμίνευμα
<
καμινεύω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καμίνευμα
ουδέτερο
ό,τι παίρνουμε μετά την
καμίνευση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
καμίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμίνευμα