καλορίμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλορίμετρο | τα | καλορίμετρα |
γενική | του | καλορίμετρου & καλοριμέτρου |
των | καλορίμετρων & καλοριμέτρων |
αιτιατική | το | καλορίμετρο | τα | καλορίμετρα |
κλητική | καλορίμετρο | καλορίμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλορίμετρο → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλορίμετρο ουδέτερο
- (φυσική) διάταξη που ανιχνεύει (στην πυρηνική φυσική) τα σωματίδια και καταμετρά τις ιδιότητές τους