καλοκαίριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοκαίριασμα < καλοκαιριάζω / καλοκαιριάζει + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοκαίριασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλοκαιριάζω / καλοκαιριάζει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλοκαίρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοκαίριασμα
|