Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοκαιριάζει < καλοκαιριάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.ceɾˈʝa.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐και‐ριά‐ζει

καλοκαιριάζει, αόρ.: καλοκαίρισε (χωρίς παθητική φωνή) (απρόσωπο ρήμα)

  1. αρχίζει το καλοκαίρι
  2. γίνεται καλύτερος ο καιρός από χειρότερος που ήταν (ακόμα και σε άλλη εποχή εκτός καλοκαιριού)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καλοκαιριάζει