ενικός         πληθυντικός  
summer summers

Ουσιαστικό

επεξεργασία

summer (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το καλοκαίρι
      This year’s summer was hot/cool/long.
    Το φετινό καλοκαίρι ήταν ζεστό/δροσερό/μακρύ.
      Now that summer has started, I’m going to the sea.
    Τώρα που καλοκαίριασε πάω στη θάλασσα.