Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
summer
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
summer
summers
Ουσιαστικό
επεξεργασία
summer
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
το
καλοκαίρι
⮡
This year’s
summer
was hot/cool/long.
Το φετινό καλοκαίρι ήταν ζεστό/δροσερό/μακρύ.
⮡
Now that
summer has started
, I’m going to the sea.
Τώρα που
καλοκαίριασε
πάω στη θάλασσα.
Πηγές
επεξεργασία
summer
-
Oxford Learner's Dictionaries