• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καλλιτέχνις

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιτέχνις οι καλλιτέχνιδες
      γενική της καλλιτέχνιδος
(καλλιτέχνιδας)
των καλλιτεχνίδων
(καλλιτέχνιδων)
    αιτιατική την καλλιτέχνιδα τις καλλιτέχνιδες
     κλητική καλλιτέχνι (καλλιτέχνις) καλλιτέχνιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιτέχνις < (καθαρεύουσα) < καλλιτέχν(ης) + -ις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιτέχνις θηλυκό

  • (επάγγελμα, λόγιο) καλλιτέχνιδα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καλλιτέχνις&oldid=5382877"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Δεκεμβρίου 2021, στις 10:08

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Δεκεμβρίου 2021, στις 10:08.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας