καλλιστήμονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιστήμονας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιστήμονας αρσενικό
- αειθαλές φυτό του γένους Callistemon με χαρακτηριστικές ταξιανθίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιστήμονας