Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλιρροϊκός η καλλιρροϊκή το καλλιρροϊκό
      γενική του καλλιρροϊκού της καλλιρροϊκής του καλλιρροϊκού
    αιτιατική τον καλλιρροϊκό την καλλιρροϊκή το καλλιρροϊκό
     κλητική καλλιρροϊκέ καλλιρροϊκή καλλιρροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλιρροϊκοί οι καλλιρροϊκές τα καλλιρροϊκά
      γενική των καλλιρροϊκών των καλλιρροϊκών των καλλιρροϊκών
    αιτιατική τους καλλιρροϊκούς τις καλλιρροϊκές τα καλλιρροϊκά
     κλητική καλλιρροϊκοί καλλιρροϊκές καλλιρροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιρροϊκός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

καλλιρροϊκόςαρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. που ανήκει στην, αναφέρεται στην ή αφορά την Καλλιρρόη
  2. που αφορά καθαρή πηγή ή μη χειμαρρώδες ποτάμι

  Μεταφράσεις επεξεργασία