καλλιρροϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιρροϊκός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
καλλιρροϊκόςαρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που ανήκει στην, αναφέρεται στην ή αφορά την Καλλιρρόη
- που αφορά καθαρή πηγή ή μη χειμαρρώδες ποτάμι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιρροϊκός
|