καλλιπρόσωπος
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλλιπρόσωπος < αρχαία ελληνική καλλιπρόσωπος
Επίθετο
επεξεργασίακαλλιπρόσωπος, -ος, -ον
- που έχει όμορφο πρόσωπο
Πηγές
επεξεργασία- καλλιπρόσωπος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαλλιπρόσωπος, -ος, -ον
- που έχει όμορφο πρόσωπο
Πηγές
επεξεργασία- καλλιπρόσωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.