Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλιπρόσωπος < αρχαία ελληνική καλλιπρόσωπος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλλιπρόσωπος, -ος, -ον



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καλλιπρόσωπος τὸ καλλιπρόσωπον
      γενική τοῦ/τῆς καλλιπροσώπου τοῦ καλλιπροσώπου
      δοτική τῷ/τῇ καλλιπροσώπ τῷ καλλιπροσώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν καλλιπρόσωπον τὸ καλλιπρόσωπον
     κλητική ! καλλιπρόσωπε καλλιπρόσωπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καλλιπρόσωποι τὰ καλλιπρόσωπ
      γενική τῶν καλλιπροσώπων τῶν καλλιπροσώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς καλλιπροσώποις τοῖς καλλιπροσώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καλλιπροσώπους τὰ καλλιπρόσωπ
     κλητική ! καλλιπρόσωποι καλλιπρόσωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καλλιπροσώπω τὼ καλλιπροσώπω
      γεν-δοτ τοῖν καλλιπροσώποιν τοῖν καλλιπροσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλιπρόσωπος < καλλι- + πρόσωπ(ο) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλλιπρόσωπος, -ος, -ον