ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλάθιον τὰ καλάθι
      γενική τοῦ καλαθίου τῶν καλαθίων
      δοτική τῷ καλαθί τοῖς καλαθίοις
    αιτιατική τὸ καλάθιον τὰ καλάθι
     κλητική ! καλάθιον καλάθι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλαθίω
γεν-δοτ τοῖν  καλαθίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλάθιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάλαθ(ος)  + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλάθιον, -ου ουδέτερο