καλάθιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλάθιον | τὰ | καλάθιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | καλαθίου | τῶν | καλαθίων | ||||
δοτική | τῷ | καλαθίῳ | τοῖς | καλαθίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | καλάθιον | τὰ | καλάθιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | καλάθιον | καλάθιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλαθίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καλαθίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλάθιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάλαθ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλάθιον, -ου ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό καλάθι
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καλάθιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.