καλάγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλάγι | τα | καλάγια |
γενική | του | καλαγιού | των | καλαγιών |
αιτιατική | το | καλάγι | τα | καλάγια |
κλητική | καλάγι | καλάγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλάγι < καλάι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈla.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λά‐γι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλάγι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) ο κασσίτερος, ο ψευδάργυρος
- ※ Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν / το χάλκωμα και το καλάγι, / κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες, / κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους! / με τα πανάρχαια σύνεργά τους, / με τα διπλά τους φυσητήρια, / γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα / τα χίλια μύρια
- Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου: Λόγος Ζ΄: Το πανηγύρι της Κακάβας. @greek-language.gr
- ※ Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν / το χάλκωμα και το καλάγι, / κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες, / κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους! / με τα πανάρχαια σύνεργά τους, / με τα διπλά τους φυσητήρια, / γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα / τα χίλια μύρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλάγι
→ δείτε τις λέξεις κασσίτερος και ψευδάργυρος |
Πηγές
επεξεργασία- Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, Αθήνα: Ανδρέας Κορομηλάς, σελ. 553
- καλάγι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)