κακοτέχνημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοτέχνημα < ελληνιστική κοινή κακοτέχνημα < αρχαία ελληνική κακοτεχνέω < κακός + τέχνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοτέχνημα ουδέτερο
- (σπάνιο) έργο που παρουσιάζει κακοτεχνίες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κακότεχνος, κακός και τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοτέχνημα
|