κακοδιαχείριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοδιαχείριση | οι | κακοδιαχειρίσεις |
γενική | της | κακοδιαχείρισης* | των | κακοδιαχειρίσεων |
αιτιατική | την | κακοδιαχείριση | τις | κακοδιαχειρίσεις |
κλητική | κακοδιαχείριση | κακοδιαχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακοδιαχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακοδιαχείριση < κακο- + διαχείριση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοδιαχείριση θηλυκό
- η κακή διαχείριση
- ※ Έκανε λόγο για υπέρογκες σπατάλες, κακοδιοίκηση και κακοδιαχείριση, μη εφαρμογή των νόμων, μη αξιολόγηση των δομών και των υπηρεσιών που προσφέρουν (Καταγγελίες Σκοπούλη για κακοδιαχείριση, iefimerida.gr)