Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθιζητήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καθιζητήρ
ας
οι
καθιζητήρ
ες
γενική
του
καθιζητήρ
α
των
καθιζητήρ
ων
αιτιατική
τον
καθιζητήρ
α
τους
καθιζητήρ
ες
κλητική
καθιζητήρ
α
καθιζητήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθιζητήρας
<
καθιζάνω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθιζητήρας
αρσενικό
κατασκευή
στην οποία γίνεται
καθίζηση
(της
λάσπης
κ.λπ.
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθιζητήρας