Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καζεΐνη οι καζεΐνες
      γενική της καζεΐνης των καζεϊνών
    αιτιατική την καζεΐνη τις καζεΐνες
     κλητική καζεΐνη καζεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζεΐνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καζεΐνη θηλυκό

  • υψηλής σημασίας πρωτεΐνη που περιέχεται στο γάλα
    τα πεπτίδια που προέρχονται από την καζεΐνη ενισχύουν τη φυσική άμυνα του οργανισμού, ρυθμίζουν τη σωστή πίεση του αίματος και βοηθούν στην αντιμετώπιση του στρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία