Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κήπευση οι κηπεύσεις
      γενική της κήπευσης* των κηπεύσεων
    αιτιατική την κήπευση τις κηπεύσεις
     κλητική κήπευση κηπεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κηπεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήπευση < μεσαιωνική ελληνική κήπευσις[1] < αρχαία ελληνική κηπεύω < κῆπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήπευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κηπεύω
  2. η μετατροπή ενός αγρού σε κήπο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κήπευση - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)