κάψαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάψαλο | τα | κάψαλα |
γενική | του | καψάλου & κάψαλου |
των | καψάλων |
αιτιατική | το | κάψαλο | τα | κάψαλα |
κλητική | κάψαλο | κάψαλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάψαλο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.psa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐ψα‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάψαλο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το καμένο δάσος[1]
Συγγενικά
επεξεργασία- Κάψαλα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάψαλο
|
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάψαλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)