Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάψαλο τα κάψαλα
      γενική του καψάλου
κάψαλου
των καψάλων
    αιτιατική το κάψαλο τα κάψαλα
     κλητική κάψαλο κάψαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάψαλο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.psa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐ψα‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάψαλο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πλάτων, τόμ. 23-26 (1960), σελ. 34

  Πηγές επεξεργασία

  • κάψαλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)