κάμμαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάμμαρος | οἱ | κάμμαροι |
γενική | τοῦ | καμμάρου | τῶν | καμμάρων |
δοτική | τῷ | καμμάρῳ | τοῖς | καμμάροις |
αιτιατική | τὸν | κάμμαρον | τοὺς | καμμάρους |
κλητική ὦ! | κάμμαρε | κάμμαροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμμάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καμμάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμμαρος < προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμμαρος αρσενικό
- (ιχθυολογία) είδος αστακού
- (φυτό) είδος ακονίτου / ακονίτη, που χρησιμοποιείται ως δροσιστικό φάρμακο
- (ελληνιστική σημασία , φυτό) φυτό της οικογένειας Ranunculaceae
- (ελληνιστική σημασία , φυτό) μανδραγόρας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κάμμαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.