ιχθυογενετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχθυογενετικός < ιχθυο- + γενετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαιχθυογενετικός
- σχετικός με την ιχθυογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχθυογενετικός
|