↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυογενετικός η ιχθυογενετική το ιχθυογενετικό
      γενική του ιχθυογενετικού της ιχθυογενετικής του ιχθυογενετικού
    αιτιατική τον ιχθυογενετικό την ιχθυογενετική το ιχθυογενετικό
     κλητική ιχθυογενετικέ ιχθυογενετική ιχθυογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυογενετικοί οι ιχθυογενετικές τα ιχθυογενετικά
      γενική των ιχθυογενετικών των ιχθυογενετικών των ιχθυογενετικών
    αιτιατική τους ιχθυογενετικούς τις ιχθυογενετικές τα ιχθυογενετικά
     κλητική ιχθυογενετικοί ιχθυογενετικές ιχθυογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυογενετικός < ιχθυο- + γενετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ιχθυογενετικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία