ιχθυαπόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχθυαπόθεμα (νεολογισμός) < ιχθυ- + απόθεμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιχθυαπόθεμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) οι αλιευτικοί πόροι, ο θαλάσσιος πλούτος, το θαλάσσιο απόθεμα, ο πληθυσμός ψαριών σε μια θαλάσσια περιοχή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιχθυαπόθεμα
|
Πηγές
επεξεργασία- ιχθυαποθέματα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ιχθυαπόθεμα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr