↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιχθυαπόθεμα τα ιχθυαποθέματα
      γενική του ιχθυαποθέματος των ιχθυαποθεμάτων
    αιτιατική το ιχθυαπόθεμα τα ιχθυαποθέματα
     κλητική ιχθυαπόθεμα ιχθυαποθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυαπόθεμα (νεολογισμός) < ιχθυ- + απόθεμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιχθυαπόθεμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία