ιστιοραφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστιοραφείο < ιστίο + ραφείο, {καθαρεύουσα: ιστιορραφείον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστιοραφείο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ραφείο ιστίων (πανιών).
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστιοραφείο
|