Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισαποστασάκιας οι ισαποστασάκηδες
      γενική του ισαποστασάκια των ισαποστασάκηδων
    αιτιατική τον ισαποστασάκια τους ισαποστασάκηδες
     κλητική ισαποστασάκια ισαποστασάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισαποστασάκιας < ίσ(η) + απόστασ(η) + -άκιας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
(μαρτυρείται από το 2015-2017)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισαποστασάκιας αρσενικό

  • (νεολογισμός, μειωτικό) ισαποστάκιας
    ※  Ο ισαποστασάκιας. Λέει ότι όποια έκβαση και να έχει το πραξικόπημα η Ελλάδα δεν θα επηρεαστεί ιδιαίτερα, ούτε κρύο ούτε ζέστη. (Οι φυλές των τουρκολόγων, Protagon.gr, 17 Ιουλίου 2016, [2])

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Σαραντάκος, Ισαποστάκιας, μια απλολογία εν τω γεννάσθαι, 20 Σεπτεμβρίου, 2018 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία