↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισαποστακισμός οι ισαποστακισμοί
      γενική του ισαποστακισμού των ισαποστακισμών
    αιτιατική τον ισαποστακισμό τους ισαποστακισμούς
     κλητική ισαποστακισμέ ισαποστακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισαποστακισμός < ισαποστάκ(ιας) + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισαποστακισμός αρσενικό

  • (νεολογισμός) το δήθεν κράτημα ίσων αποστάσεων από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, με σκοπό την δικαιολόγηση ακραίων πρακτικών
    ※  Το χείριστο όλων είναι ότι ο ισαποστακισμός είναι μονολεκτική διατύπωση ενός από τα πλέον διχαστικά συνθήματα που έχει ακουστεί, το «ή εμείς ή αυτοί». (Iσαποστακισμός: μια πολιτική κενολογία, lifo.gr, 11/3/2021, [1])
    ※  Στις περιπτώσεις, όμως, όπου δεν υπάρχει συμμετρία δύναμης και μέσων δράσης, ο ισαποστακισμός αποκαλύπτεται σαν στάση που παίρνει την θέση του άδικου και του ισχυρότερου. Αυτό το βλέπουμε όταν μια κοινωνική ομάδα παλεύει για βασικά της δικαιώματα ή για την ίδια την επιβίωσή της και επομένως χρειάζεται την μεγαλύτερη δυνατή αλληλεγγύη από την υπόλοιπη κοινωνία για να αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων στην διαμάχη της αλλά τελικά αντιμετωπίζει την παγερή κοινωνική αδιαφορία, αποτέλεσμα του ισαποστακισμού που είναι η βασική και δεδομένη κοινωνική συμπεριφορά. (Η αθλιότητα του ισαποστακισμού στις μέρες της γενοκτονίας της Γάζας, pitsirikos.net, 28/5/2024 [2])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία