Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισαποστάκιας οι ισαποστάκηδες
      γενική του ισαποστάκια των ισαποστάκηδων
    αιτιατική τον ισαποστάκια τους ισαποστάκηδες
     κλητική ισαποστάκια ισαποστάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισαποστάκιας < ίσ(η) + απόστ(αση) + -άκιας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
(μαρτυρείται από το 2015-2017)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισαποστάκιας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Σαραντάκος, Ισαποστάκιας, μια απλολογία εν τω γεννάσθαι, 20 Σεπτεμβρίου, 2018 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία