Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιρασιοναλιστικός η ιρασιοναλιστική το ιρασιοναλιστικό
      γενική του ιρασιοναλιστικού της ιρασιοναλιστικής του ιρασιοναλιστικού
    αιτιατική τον ιρασιοναλιστικό την ιρασιοναλιστική το ιρασιοναλιστικό
     κλητική ιρασιοναλιστικέ ιρασιοναλιστική ιρασιοναλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιρασιοναλιστικοί οι ιρασιοναλιστικές τα ιρασιοναλιστικά
      γενική των ιρασιοναλιστικών των ιρασιοναλιστικών των ιρασιοναλιστικών
    αιτιατική τους ιρασιοναλιστικούς τις ιρασιοναλιστικές τα ιρασιοναλιστικά
     κλητική ιρασιοναλιστικοί ιρασιοναλιστικές ιρασιοναλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιρασιοναλιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ιρασιοναλιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία