ιραδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιραδές | οι | ιραδέδες |
γενική | του | ιραδέ | των | ιραδέδων |
αιτιατική | τον | ιραδέ | τους | ιραδέδες |
κλητική | ιραδέ | ιραδέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιραδές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (irade) < αραβική إرادة (irāda, βούληση) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιραδές αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιραδές
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014