Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιππομανία οι ιππομανίες
      γενική της ιππομανίας των ιππομανιών
    αιτιατική την ιππομανία τις ιππομανίες
     κλητική ιππομανία ιππομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιππομανία < ιππο- + μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.maˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐μα‐νί‐α
ομόηχο: υπομανία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιππομανία θηλυκό

  • η μανία, η υπερβολική αγάπη για τα άλογα

  Μεταφράσεις επεξεργασία