ιονοσφαιρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιονοσφαιρικός < ιονόσφαιρα
Επίθετο επεξεργασία
ιονοσφαιρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ιονόσφαιρα
- ιονοσφαιρικός ιονισμός
- ιονοσφαιρικό ραντάρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιονοσφαιρικός