Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιντιμισμός οι ιντιμισμοί
      γενική του ιντιμισμού των ιντιμισμών
    αιτιατική τον ιντιμισμό τους ιντιμισμούς
     κλητική ιντιμισμέ ιντιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιντιμισμός < γαλλική intime < λατινική intimus < intus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιντιμισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία