ινιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ινιακός | η | ινιακή | το | ινιακό |
γενική | του | ινιακού | της | ινιακής | του | ινιακού |
αιτιατική | τον | ινιακό | την | ινιακή | το | ινιακό |
κλητική | ινιακέ | ινιακή | ινιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ινιακοί | οι | ινιακές | τα | ινιακά |
γενική | των | ινιακών | των | ινιακών | των | ινιακών |
αιτιατική | τους | ινιακούς | τις | ινιακές | τα | ινιακά |
κλητική | ινιακοί | ινιακές | ινιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ινιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαινιακός, -ή, -ό
- σχετικός με το ινίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινιακός
|