ιλαροτραγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιλαροτραγικός < (μαρτυρείται από το 1894) (ελληνιστική κοινή) ἱλαροτραγωδία
Επίθετο
επεξεργασίαιλαροτραγικός
- (για κατάσταση) που, ενώ δημιουργείται από θλιβερό γεγονός, παρουσιάζεται με τρόπο που να προκαλεί γέλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιλαροτραγικός
|