ιζηματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιζηματολόγος < ιζηματ(ος) + -ο- + -λόγος + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιζηματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωλογία, επάγγελμα) επιστήμονας ειδικός στην ιζηματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιζηματολόγος
|