Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιζηματολόγος οι ιζηματολόγοι
      γενική του/της ιζηματολόγου των ιζηματολόγων
    αιτιατική τον/την ιζηματολόγο τους/τις ιζηματολόγους
     κλητική ιζηματολόγε ιζηματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιζηματολόγος < ιζηματ(ος) + -ο- + -λόγος + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιζηματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία