ιεροφυλάκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροφυλάκιο < ελληνιστική κοινή ἱεροφυλάκιον < αρχαία ελληνική ἱερός + φυλάσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιεροφυλάκιο ουδέτερο
- (θρησκεία) το σκευοφυλάκιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεροφυλάκιο
|