ιεροσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεροσκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεροσκόπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -σκόπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈsko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐σκό‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιεροσκόπος αρσενικό
- (ιστορία, κατά την αρχαιότητα) μάντης που έκανε ιεροσκοπία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιεροσκόπος
|